- ναύσταθμα
- ναύσταθμονharbourneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναύσταθμ' — ναύσταθμα , ναύσταθμον harbour neut nom/voc/acc pl ναύσταθμε , ναύσταθμον harbour masc voc sg ναύσταθμε , ναύσταθμος harbour masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων … Dictionary of Greek